Ντέμπρετσεν

Ντέμπρετσεν
(Debrecen). Πόλη (210.500 κάτ. το 2003) της ανατολικής Ουγγαρίας, πρωτεύουσα της κομητείας Χάιντου-Μπίχαρ (5.766 τ. χλμ.). Η πόλη, που αποτελεί και ξεχωριστή κομητεία, βρίσκεται στην πεδιάδα της Άλφαιλντ, της οποίας είναι το κυριότερο κέντρο, με μεσαιωνική προέλευση (13ος αι.). Χτίστηκε πάλι ύστερα από την καταστροφή των Τατάρων, από τον Αντρέα Ντούζα κι έγινε σύντομα σημαντικό εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Το 1849 υπήρξε έδρα της επαναστατικής κυβέρνησης του Λάγιος Κόσουτ, ο οποίος εκεί ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Ουγγαρίας από τους Αψβούργους. Σήμερα το Ν., σιδηροδρομικός κόμβος και σημαντική αγορά στο κέντρο μιας εύφορης και καλά καλλιεργημένης περιοχής, βασίζει την οικονομία του στο εμπόριο και στην παραγωγή μερικών τυπικών ουγγρικών προϊόντων, όπως τα αλλαντικά· έχει επίσης μερικές βιομηχανίες (εργοστάσια κατασκευής ατμομηχανών και σιδηροδρομικού υλικού γενικά, αλευρόμυλους, καπνοβιομηχανίες κλπ.). Υπάρχει πλούσια βιβλιοθήκη, ένα ενδιαφέρον μουσείο και πανεπιστήμιο (1914), που προήλθε από ένα κολέγιο το οποίο είχε ιδρυθεί το 1588. Η πλατεία Λάγιος Κίραλυ. Η πόλη αυτή συνδέεται ιδιαίτερα με τον ουγγρικό απελευθερωτικό αγώνα: εκεί εγκατάστησε την επανασταστική κυβέρνηση του ο Λάγιος Κόσουτ και ανακήρυξε, στις 14 Απριλίου 1849, την ανεξαρτησία της χώρας του από τους Αψβούργους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Άλφελντ — (Alföld, ουγγ. Nagy Alfοld). Χαμηλή πεδινή περιοχή της κεντρικής Ουγγαρίας, που περιλαμβάνει τις πεδιάδες μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Τίσα (γι’ αυτό λέγεται και ουγγρική Μεσοποταμία), τη λοφώδη περιοχή που εκτείνεται στα Δ από τον Δούναβη έως… …   Dictionary of Greek

  • Στζαμπό, Μάγδα — (Szabo). Ουγγαρέζα συγγραφέας (Ντεμπρετσέν 1917). Μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο εργάστηκε στις δημόσιες σχέσεις του ουγγρικού Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και αργότερα ασχολήθηκε με το γράψιμο, όπου σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε παγκόσμια γνωστή …   Dictionary of Greek

  • Τσόκοναϊ, Μιχάλι Βίτεζ — (Csokonai, Ντεμπρετσέν 1773 – 1805). Ούγγρος ποιητής και συγγραφέας. Θεωρείται ο μεγαλύτερος ποιητής της λεγόμενης ουγγρικής λογοτεχνικής «αναγέννησης», ο οποίος δέχτηκε την επίδραση του διαφωτισμού. Στην ποίησή του διακρίνονται δεσμοί με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”